Αναγνώσματα



ΓEΩΡ.Κ.ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ

Καθηγητή Χειρουργικής
Συντονιστή Δ/ντή Β’ Χειρουργικής Κλινικής
Γ Ν Α  "Ο Ευαγγελισμός"



Η  σοφία και η γνώση στην επιστημονική έρευνα
Scientia versus Sapientia


      
     Where is the wisdom we lost in knowledge?

     Where is the knowledge we lost in information?   





     (Πού είναι η σοφία που χάθηκε στην γνώση;            

     Πού είναι η γνώση που χάθηκε στην πληροφόρηση;)



 Αυτούς τους προφητικούς στίχους έγραψε ο  Τ.S. Eliot ήδη το 1935 για να χαρακτηρίσει το χάσμα που υπάρχει στον σύγχρονο πολιτισμό μεταξύ γνώσης, πληροφόρησης και σοφίας.


Φαίνεται ότι στην Αρχαία Ελλάδα, η σοφία,  μαζί με την γνώση και την πληροφόρηση, αποτελούσαν μια ομάδα που λειτουργούσε αρμονικά στα πλαίσια της υπηρεσίας ενός συνόλου.  Και οι τρεις έννοιες συνυπήρχαν σε αρμονία, καθώς η πληροφόρηση ήταν το πρώτο στάδιο της γνώσης, και η επεξεργασία και αξιολόγηση της γνώσης οδηγούσε στην σοφία. Πράγματι στον ελληνικό κόσμο η μονάδα, το άτομο, δεν είχε νόημα παρά μόνο στην εν ελευθερία υπηρεσία ενός συνόλου. Ο κάτοικος μιας περιοχής είχε υπόσταση, ήταν αναγνωρισμένος σαν οντότητα μόνον εφ’ όσον ήταν μέλος της Πόλεως και  ασχολείτο και συμμετείχε στην υπηρεσία της Πόλεως.  Αλλιώς ήταν «άπολις» δηλαδή χωρίς ταυτότητα, ή «ιδιώτης» δηλαδή περιφρονητέος. Τον άνθρωπο δεν τον καθόριζε η ατομική του ταυτότητα, αλλά η σχέση του με τους άλλους συμπολίτες του. Με αυτή τη λογική, η πληροφόρηση υπηρετούσε την γνώση και οδηγούσε σε αυτήν, ενώ η γνώση δεν είχε καθ’ εαυτήν  νόημα παρά στην  μετουσίωσή της σε σοφία, προς όφελος της πόλεως, δηλαδή του συνόλου.


ότ

Η χριστιανική σκέψη εισήγαγε την παράμετρο της αγάπης στην απόκτηση της γνώσης, «δεν μπορείς να γνωρίσεις πλήρως κάτι αν δεν το αγαπήσεις». Η αγάπη δίνει μια νέα διάσταση στην έννοια της πρόσληψης της πληροφορίας, της επεξεργασίας της ως γνώσης και τελικά της αναγωγής της σε σοφία. Είναι η διάσταση της σχέσης, της κοινωνίας, και μάλιστα της κοινωνίας εν αγάπη, που θα οδηγήσει στην γνώση και τελικά στην σοφία. Η χριστιανική σκέψη εισήγαγε και την έννοια του πλησίον, του διπλανού μας ανθρώπου, τον οποίον καλούμαστε να αγαπήσουμε ανεξάρτητα αν ανήκει στην ίδια πολιτική, θρησκευτική, ή φυλετική ομάδα.  Έτσι και στον χριστιανικό Μεσαίωνα συνεχίσθηκε να αναγνωρίζεται η υπεροχή της σοφίας, που υπηρετούσε το σύνολο, έναντι της γνώσης.


Στον σύγχρονο όμως πολιτισμό τα πράγματα αλλάζουν. Μετά τον διαφωτισμό κυρίως, το άτομο αποκτά προτεραιότητα και ανεξαρτησία έναντι του συνόλου και παύει να είναι αυστηρά στην υπηρεσία του συνόλου.  Το άτομο μπορεί να υπάρξει καθεαυτό, ανεξάρτητα από μία πολιτική ή θρησκευτική κοινότητα που παλαιότερα του έδινε υπόσταση και νόημα ύπαρξης. Και μάλιστα προηγείται ως αξία. Καταγράφονται και αναγνωρίζονται τα δικαιώματα του ατόμου έναντι του συνόλου. Το άτομο πλέον καθορίζεται από τις ιδιότητές του και όχι από την σχέση του με τα άλλα μέλη της εκκλησίας του Δήμου, ή της εκκλησίας των πιστών.


Με την ανάπτυξη της τεχνολογίας, που αρχίζει μετά τον μεσαίωνα,  η γνώση  ανεξαρτητοποιείται από την σοφία και αποκτά δική της υπόσταση και αξία. Αναπτύσσεται με ταχύτατους ρυθμούς και αποκτά προτεραιότητα έναντι κάθε άλλης αρετής. Γνωρίζω επομένως υπάρχω και είμαι ικανός να διαχειρισθώ την τύχη μου. Υπενθυμίζω ότι οι αρετές  στην Αρχαία Ελλάδα ήσαν η σοφία, η σωφροσύνη, η ανδρεία και η δικαιοσύνη. Τώρα η γνώση παίρνει την πρώτη θέση έναντι των άλλων αρετών, ερμηνεύει και βελτιώνει τον κόσμο, αλλάζει την ζωή μας, θεοποιείται. Οι έννοιες του «ιερού» και του «μυστηρίου»  που δέσποζαν στην αντίληψη και την χρήση του κόσμου στην αρχαιότητα και τον μεσαίωνα υποχωρούν και σχεδόν εξαφανίζονται. Το ιερό αποκαθηλώνεται και αχρηστεύεται και το μυστήριο διερευνάται και απομυθοποιείται. Απωθείται από την ενεργό ζωή και περιορίζεται στα πλαίσια της θρησκείας ή της δεισιδαιμονίας.  Ο Nietsche  θα αναγγείλει τον θάνατο του Θεού. Όλα  γίνονται αντικείμενα έρευνας που θα τα διευκρινίσει και θα τα ερμηνεύσει.


Η εξέλιξη της γνώσης με συνοδό την τεχνολογία αυτονομείται από την «οικονομία» του συνόλου  και την αρμονία και την προστασία του περιβάλλοντος. Οι πρόοδοι στην ποιότητα της ζωής είναι θεαματικές. Αποτελέσματα της αλματώδους προόδου της Τεχνολογίας είναι η μείωση του ανθρώπινου μόχθου, η αύξηση της παραγωγής, οι θαυμαστές εξελίξεις στην επικοινωνία, στις κατασκευές, στις συγκοινωνίες, στο εμπόριο.      Η πρόοδος στην ιατρική και τις βιολογικές επιστήμες έχει αυξήσει σημαντικά τον μέσο όρο της ζωής. Τα οφέλη από την ανάπτυξη της γνώσης και της τεχνολογίας είναι μεγάλα και θαυμαστά. Η πληροφόρηση (information) από την άλλη μεριά υποβοηθούμενη από τα ηλεκτρονικά μέσα κατακλύζει την καθημερινότητά μας σε βαθμό που υπερβαίνει τις βιολογικές δυνατότητες αφομοίωσης. Δεν προλαβαίνουμε ούτε να την ελέγξουμε ούτε να την επεξεργασθούμε. Η πληροφόρηση διαφοροποιείται από την γνώση και δεν οδηγεί σε αυτήν.


Επί πλέον οι δυνατότητες που προσφέρει η τεχνολογία διέσπασαν τους δεσμούς του ανθρώπου με το άμεσο περιβάλλον του. Η δημιουργία των μεγαλουπόλεων με τους διαρκώς μετακινούμενους πληθυσμούς έκανε τον διπλανό μας (τον πλησίον) να είναι ξένος και αδιάφορος.  Η επικοινωνία που γινόταν άμεσα με τον προφορικό ή τον γραπτό λόγο γίνεται πλέον ηλεκτρονικά από απόσταση, είτε ως εικόνα στην οθόνη είτε ως ήχος στο ακουστικό. Ο «πλησίον» δεν είναι πια παρών δίπλα μας, έχει απομακρυνθεί. Μετά τον «θάνατο του Θεού» η τεχνολογία επιφέρει και τον θάνατο του «πλησίον» Το «άτομο» που αποτελεί την θεμελιώδη μονάδα της ύλης (atom) αντικαθίσταται από το «ψηφίο» (bit). Ο πραγματικός υλικός κόσμος απομακρύνεται και αντικαθίσταται από τον ψηφιακό κυβερνοχώρο της εικονικής πραγματικότητας (virtual reality)


Όμως η αυτόνομη ανάπτυξη μιας παραμέτρου του πολιτισμού, αν γίνεται ανεξάρτητα από την υπηρεσία του συνόλου, έχει και σημαντικές παρενέργειες. Στην βιολογία, όταν σε ένα οργανισμό, μια ομάδα κυττάρων, ή ένα όργανο αναπτύσσονται αυτόνομα, αδιάφορα για την αρμονία του συνόλου, το φαινόμενο λέγεται νεοπλασία. Οι νεόπλαστοι ιστοί, άλλες φορές παρασιτούν απλώς χωρίς να ωφελούν τον οργανισμό, άλλες φορές όμως γίνονται βλαπτικοί και επιζήμιοι.  Οι παρενέργειες της αυτόνομης ανάπτυξης της γνώσης είναι προβλήματα που σχετίζονται με πολλές παραμέτρους.


Πρώτον είναι η επιβάρυνση του περιβάλλοντος και η οικολογική κρίση που εμφανίζεται. Ήδη υφιστάμεθα τις συνέπειες αυτής της παρενέργειας με την υπερθέρμανση του πλανήτη και το φαινόμενο του θερμοκηπίου, με την μόλυνση του περιβάλλοντος και την εμφάνιση νέων ασθενειών και με την εξάντληση των ενεργειακών πηγών. Το φετεινό μεγάλο κύμα ψύχους που εσάρωσε την Ευρώπη και προκαλεσε τον θάνατο πολλών ατόμων, οφείλεται στην τήξη των πάγων που μεταφέρουν τις χαμηλές θερμοκρασίες στις θάλασσες. Η νοσηρότητα από νεοπλασματικές νόσους αυξάνεται συνεχώς και οι αιτίες είναι μεταξύ άλλων και η μόλυνση της ατμόσφαιρας, η ακτινοβολία από ατυχήματα σε πυρηνικούς αντιδραστήρες, τα μολυσμένα τρόφιμα, κλπ. Επίσης η αύξηση των τιμών σε πρώτες ύλες όπως το πετρέλαιο,  επιφέρουν μεγάλες επιβαρύνσεις στις οικονομίες των κρατών που εξαρτώνται από αυτές.


Δεύτερον είναι η δραστική παρέμβαση  στην ανθρώπινη ζωή, και ειδικά στις ακραίες της στιγμές. Δηλαδή είτε την αρχή της ζωής, είτε  το τέλος της. Στην αρχή της ζωής η παρέμβαση εκφράζεται με την αντισύλληψη, την τεχνητή διακοπή της κύησης, την δημιουργία τραπεζών σπέρματος και ωαρίων, την επιλογή των εμβρύων που θα παραμείνουν ζωντανά σε πολλαπλή κύηση που προκαλείται με ορμόνες κλπ. Στο τέλος της ζωής η παρέμβαση εκφράζεται με την ευθανασία, ενεργητική ή παθητική, δηλαδή την διακοπή της θεραπείας σε χρόνιες ή κακοήθεις νόσους.  Επίσης, πολύ σοβαρά προβλήματα δημιουργούνται  με την δυνατότητα που εμφανίζεται στην διάγνωση και πρόγνωση ασθενειών που είναι πιθανόν ή μοιραίο να επέλθουν αργότερα σε κάθε άνθρωπο. Συνέπεια αυτής της πληροφορίας είναι να επηρεάζεται η ποιότητα της ζωής και να καθορίζεται ή να καταστρέφεται ή πιθανή μελλοντική καριέρα του ανθρώπου. Ένας άνθρωπος που έχει διαγνωσθεί από το γονιδίωμα του (genome) ότι πρόκειται να νοσήσει από κάποια σοβαρή αρρώστια στην ενήλικη ζωή του, δεν θα προσλαμβάνεται σε εργασία, ούτε οι ασφαλιστικές εταιρείες θα δέχονται να τον ασφαλίσουν. Τέλος τα πιο σοβαρά ίσως προβλήματα εμφανίζονται με τους πειραματισμούς «επί ζώντος» (έρευνες με εμβρυικά κύτταρα, δημιουργία εμβρυικών μοσχευμάτων, νάνο- βιοτεχνολογία κλπ).


Μπροστά σε αυτές τις παρενέργειες, η  σοφία παύει να είναι το αποκορύφωμα της γνώσης και έρχεται σε αντιδιαστολή μαζί της. Όχι μόνον δεν προκύπτει από αυτήν σαν φυσική συνέχεια, αλλά καλείται πλέον σαν δεοντολογία ( ή σαν ηθική) για να «ελέγξει» την γνώση και την τεχνολογία, για να προφυλάξει την κοινωνία από τις αρνητικές επιδράσεις των. Μπορεί όμως?


Φαίνεται ότι είναι αδύνατον η σοφία σαν δεοντολογία πλέον, αλλά και η κάθε είδους κοσμοθεωρία ή η οποιαδήποτε ηθική να ελέγξει την τεχνολογία. Η τεχνολογία δεν έχει ηθική, δεν είναι ούτε καλή, ούτε κακή. Απλώς προχωρεί και εξελίσσεται αυτόνομα, είτε λύνοντας προβλήματα, είτε δημιουργώντας νέα των οποίων επιζητεί την λύση.  Όσες φορές η ηθική και η δεοντολογία συγκρούσθηκαν με την γνώση και την τεχνολογία, απέτυχαν και υποχώρησαν σε νέες λιγότερο απαιτητικές θέσεις. Η τεχνολογία πάντα έβρισκε τρόπους να τις υπερκεράσει..  Άραγε υπάρχει λύση?


Στα τελευταία ιατρικά συνέδρια αναπτύχθηκαν και επιδείχθηκαν οι νέες τεχνολογίες ιδίως στην χειρουργική που είναι εκπληκτικές. Τα διάφορα μηχανήματα απεικόνισης και διάγνωσης, αναζωογόνησης, τηλεϊατρικής, ελάχιστα τραυματικής (minimally invasive)  και ρομποτικής χειρουργικής,  δίνουν μεγάλες δυνατότητες στην διάγνωση και θεραπεία των νόσων και εντυπωσιάζουν όσο ποτέ. Τίθεται όμως πλέον το θέμα των οικονομικών περιορισμών.


Οι φροντίδες της υγείας βελτιώνονται σημαντικά, οι δαπάνες όμως αυξάνονται εκθετικά, με αποτέλεσμα να υπερβαίνουν τις αντοχές των προϋπολογισμών των κρατών, ιδίως με την οικονομική κρίση που ήδη έχει έλθει.  Παράλληλα αυξάνουν οι φωνές που επισημαίνουν τις ζημιογόνες συνέπειες και τις ζοφερές προοπτικές από το φαινόμενο του θερμοκηπίου και άλλες περιβαλλοντικές βλάβες.


Όταν το άτομο ανεξαρτοποιείται από την κοινωνία και συμπεριφέρεται εγωιστικά, όχι για να υπηρετήσει το σύνολο, συμμετέχοντας στην ανάπτυξή του και απολαμβάνοντας τις αγαθές συνέπειες μιας αρμονικής και συνολικής προόδου, αλλά αντίθετα αποσκοπεί στο δικό του αποκλειστικά οφελος, εις βάρος του συνόλου, τότε επιβαρύνει και βλάπτει το σύνολο. Η βλάβη αυτή του συνόλου, οταν γίνει μεγάλη μπορεί να προκαλέσει την καταστροφή του, η οποία όμως καταστροφή θα εχει σαν συνέπεια και την καταστροφή των ατόμων που το προκάλεσαν. Ακριβώς όπως ένας κακοήθης όγκος σε έναν οργανισμό, που αναπτύσσεται αυτόνομα και άναρχα σε αντίθεση με τα φυσιολογικά κύτταρα που συμπεριφέρονται με αρμονία και συνεργασία για την ανάπτυξη και διατήρηση του οργανισμού. Αυτός αυξάνεται υπερβολικά εις βάρος του συνόλου, και τελικά προκαλεί τον θάνατο του οργανισμού που τον φιλοξενεί, αλλά και τον δικό του αναπόφευκτο θάνατο.


Φαίνεται λοιπόν ότι ο μόνος τρόπος να ελεγχθεί η αυτόνομη ανάπτυξη της γνώσης και της τεχνολογίας είναι ο αυτοπεριορισμός της από τις ίδιες τις οικολογικές και οικονομικές παρενέργειες τις οποίες  προκαλεί. Αυτό είναι ένα νέο είδος δεοντολογίας, που δεν υπηρετεί κάποια κοσμοθεωρία ή ηθική, αλλά την ίδια την ύπαρξη. Η προοπτική και η ελπίδα είναι ότι η γνώση και η τεχνολογία δημιουργούν και προκαλούν οι ίδιες, μηχανισμούς, που θα ελέγξουν την εξέλιξή των  και τις δυσάρεστες συνέπειες αυτής ακριβώς της εξέλιξης.



Αυτή η καρδιά...

Η καινούργια μορφή άσκησης,θα είναι το να μην απομακρυνόμαστε από τους ανθρώπους,να μην κατακλυζόμαστε από την πληροφόρηση της τηλεόρασης,και να ξεπερνάμε τις ανασφάλειες και τις φοβίες που δημιουργεί η εποχή μας. Όλοι οι άνθρωποι τείνουν να κλειστούν στον εαυτό τους,άσχετα αν την ίδια ώρα λαχταρούν μια ανθρώπινη καρδιά πλάι τους. Αυτή η καρδιά θα πρέπει να είμαστε εμείς που με τον χτύπο της και την θερμότητά της θα πείθει τους ανθρώπους να εγκαταλείπουν την μοναξιά τους,τις φοβίες τους,και να ζητούν γιατρειά για την τραυματισμένη ύπαρξή τους.                                            Γέροντας Παϊσιος

  


Κρούσμα                                  

Το κάποτε δύσκολα γίνεται τώρα.
Όμως το τώρα είναι, κιόλας, κάποτε.
Δεν πέρασε στον νου μας πως θα΄ρθεί- ποτέ-
μετανοίας καιρός και δεήσεως ώρα.

Τρώγοντας ξυλοκέρατα, λωτούς
σαν να μην ήταν έζησε, στο τώρα.
Μερόνυχτα άδεια με σκαρμούς λυτούς
και με κρυφό αιμορράγημα την μπόρα.

Ακούει να χάσκουνε στους καφενέδες
πως είναι για χαράμια, τυφλοψώμια. 
Γονυκλινής στους βραδυνούς πανσέδες
τα σιωπηλά αναγιγνώσκει εγκώμια.

Ότι έφαγε σποδόν ωσεί άρτον
χρονάκια τόσα, τόσους μήνες.
Ιδές τις μαύρες κι άραχλές του πείνες.
Στο μυστικό σου το τραπέζι πάρ΄τον.

Δημήτρης Κοσμόπουλος
"Κρούσμα"
Εκδόσεις Κέδρος.




Καλλίτερα παρέα με γύπες…

Μια θεολογική ματιά στην πλεονεξία(Θανάσης Ν. Παπαθανασίου)




  Λίγα λεπτά μετά την έναρξη μιας βάπτισης (και συγκεκριμένα, λίγο πριν ο ανάδοχος δηλώσει ότι «αποτάσσεται» τον σατανά και τα έργα του), ο ιερέας διαβάζει μιαν ευχή όπου ξορκίζονται τα ακάθαρτα πνεύματα που πολιορκούν την ανθρώπινη καρδιά. Αν ο λειτουργός δεν πνίξει στα χείλη του τις λέξεις, κι αν οι παριστάμενοι δεν χαρίσουν όλη τους την προσοχή στη συγγενική αδολεσχία, τότε θα ακουστεί η ευχή να κάνει λόγο, συν τοις άλλοις, για «πνεύμα πλάνης, πνεύμα πονηρίας, πνεύμα ειδωλολατρίας και πάσης πλεονεξίας, πνεύμα ψεύδους…» κλπ.
     Η πρώτη εντύπωση είναι προφανώς ότι η ευχή σημειώνει κατά παράταξη διάφορα αμαρτήματα. Αν ωστόσο προσεχτεί η σύνταξη της πρότασης, θα διαπιστωθεί ότι, ενώ το κάθε αμάρτημα ίσταται μόνο του, δύο απ’ αυτά συνδέονται μεταξύ τους σαν να αποτελούν ζεύγος: «πνεύμα ειδωλολατρίας και πάσης πλεονεξίας». Όντως αυτό δεν είναι τυχαίο. Η ευχή απηχεί τον ορισμό που είχε δώσει ο απόστολος Παύλος: η πλεονεξία – ούτε λίγο ούτε πολύ – αποτελεί ειδωλολατρία (Κολ. 3:5). 
     Ο ορισμός αυτός έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον, καθόσον την πλεονεξία δεν την αντιλαμβάνεται απλώς ως ηθικό ολίσθημα, αλλά, πολύ περισσότερο, ως θρησκεία. Προδήλως εδράζεται στην κατανόηση της θρησκείας όχι ως μιας επί μέρους παραμέτρου της ζωής, αλλά, αντιθέτως, ως του βασικού προσανατολισμού της ανθρώπινης ύπαρξης. Τα λόγια του Χριστού ότι «όπου είναι ο θησαυρός σας, εκεί θα είναι και η καρδιά σας» (Ματθ. 6:21) μοιάζει να τα υπομνημάτισε ο Έριχ Φρομ όταν υποστήριξε ότι θρησκεία συνιστά η ολόψυχη αφιέρωση σε κάτι, το οποίο και νοηματοδοτεί την ανθρώπινη ζωή. Αυτό το κάτι μπορεί στην πραγματικότητα να είναι ο Θεός υπό την καθιερωμένη έννοια, μπορεί όμως να είναι και μια ιδέα, μια επιδίωξη κοκ, ανεξάρτητα από το αν ο συγκεκριμένος άνθρωπος δηλώνει πιστός ή άθεος[1].
     Στη χριστιανική οπτική η δίψα για απόκτηση έχει όντως να κάνει με τον υπαρξιακό προσανατολισμό του ανθρώπου. Ολόκληρη η ύπαρξή του στρέφεται σ’ αυτήν και υποτάσσει σ’ αυτήν κάθε τι: τη σχέση με τα πράγματα, με τα πρόσωπα, με τον χρόνο. Έτσι, λοιπόν, η απόκτηση αναδεικνύεται σε αληθινό θεό, και μάλιστα θεό με τόσο σαρωτική παρουσία, ώστε ο Χριστός αυτόν έφερε ως κορυφαίο παράδειγμα επιλογής αγεφύρωτα ασύμβατης προς τον ίδιο. ΄Η με τον Θεό, είπε, ή με τον μαμωνά (Ματθ. 6:24).

     Δεν είναι διόλου παράδοξο, λοιπόν, αν στη βιβλική και την ασκητική ανθρωπολογία το πάθος της απληστίας – με οιαδήποτε μορφή και υπό οιοδήποτε όνομα κι αν εμφανίζεται (πλεονεξία, φιλαργυρία κλπ) – ξεχωρίζει. Αποκαλείται «ρίζα όλων των κακών» που «τρέφει σαν κλαδιά όλα τα υπόλοιπα πάθη», «μητέρα όλων των κακών», «ακρόπολη της κακίας», «κολοφών των αμαρτημάτων»[2]. Από την ίδια του τη φύση σημαίνει μετάλλαξη του ανθρώπου σε απόλυτη ατομικότητα, σε άπατο πηγάδι που καταπίνει τα πάντα δίχως τελειωμό. Μήπως η λέξη απληστία, άλλωστε, δεν σημαίνει την έλλειψη πλησμονής, ενώ η πλεονεξία το αδιάκοπο κυνηγητό για ολοένα και περισσότερα; Είναι χαρακτηριστικό ότι το βυζαντινό λεξικό «Σούδα» (περί τα τέλη του 10ου αι.) ερμηνεύει την «απληστία» ως «αδηφαγία» και διασώζει την έκφραση «άπληστος πίθος», έκφραση η οποία παραπέμπει στην άπελπι αιωνιότητα των Δαναΐδων στον Άδη, όπου πάσχιζαν να γεμίσουν με νερό ένα πιθάρι με σπασμένο πυθμένα. Ακριβώς επειδή αυτό το αμάρτημα είναι εξ ορισμού ακόρεστο, οι Πατέρες δεν διστάζουν να το καταδείξουν ως το μονιμότερο πάντων. Τα άλλα αμαρτήματα, λέει ο άγιος Ιωάννης Δαμασκηνός (π. 8ον αι.), όσο πονηρά κι αν είναι, είναι «ολιγόχρονα»[3]. Παρόμοια ο άγιος Αστέριος, επίσκοπος Αμασείας (π. 4ον αι.) επιμένει ότι η πορνεία, η λαγνεία, η φιλοδοξία έχουν κορεσμό. Η πλεονεξία, όμως, είναι θηρίο που μένει πάντα ακμαίο και δεν μαραίνεται ποτέ[4]. Ο εραστής της πλεονεξίας, συμπληρώνει ο Ιωάννης Χρυσόστομος (4ον αι.), υποκύπτει στον διάβολο περισσότερο από οποιονδήποτε άλλον[5].
     Είναι χαρακτηριστικός ο τρόπος με τον οποίον ερμηνεύει τη δέκατη και τελευταία εντολή του παλαιοδιαθηκικού Δεκαλόγου ένας σπουδαίος σύγχρονος διανοούμενος, ο Ρενέ Ζιράρ. Η εντολή επικεντρώνει, ως γνωστόν, στην επιθυμία απόκτησης. «Ουκ επιθυμήσης την γυναίκα του πλησίον σου, ουκ επιθυμήσεις την οικίαν του πλησίον σου ούτε τον αγρόν αυτού ούτε τον παίδα (: δούλο) αυτού ούτε την παιδίσκην (: δούλη) αυτού ούτε του βοός αυτού…» (Εξ. 20: 17). Ο Ζιράρ υποστηρίζει ότι ο οξυδερκής νομοθέτης διέγνωσε στην εν λόγω επιθυμία τη στρέβλωση των ανθρώπινων σχέσεων και τη ρίζα της βίας. Ο άλλος εκπροσωπεί στα μάτια μας μια πληρότητα που νοιώθουμε να μας λείπει. Έτσι, τα πράγματα που αυτός κατέχει, φορτίζονται για μας με ιδιαίτερη αξία. Επιθυμούμε, λοιπόν, αυτό που ο άλλος επιθυμεί (ο Ζιράρ εισηγείται τον όρο «μιμητική επιθυμία») ή, με άλλα λόγια, επιθυμούμε να αποκτήσουμε αυτά που εκείνος διαφεντεύει. Αν η επιθυμία αυτή εμποδιστεί, τις περισσότερες φορές δεν σβήνει, αλλά δυναμώνει, ακριβώς επειδή η αντίσταση πηγάζει από εκείνον ο οποίος εμπνέει την επιθυμία[6]. Καλωσορίσαμε στον φαύλο κύκλο που γεννιέται από την επιθυμητική μήτρα της βίας!

     Εδώ βρισκόμαστε μπροστά σε ένα ζήτημα καίριας σημασίας, το οποίο, παρ’ όλο που είναι αυτονόητο πρόταγμα του Χριστιανισμού, συχνά προσπερνιέται και υποβαθμίζεται. Το πρόβλημα με τα αμαρτήματα και τα πάθη δεν είναι ότι πλήττουν την ατομική καθαρότητα, την ατομική ευσέβεια κ.ο.κ. Στην εκκλησιαστική οπτική η προσωπική συγκρότηση είναι αδιανόητη δίχως την κοινωνία με τον άλλον. Η αγάπη, το άνοιγμα, με άλλα λόγια, του εγώ στους όχι-εγώ δεν είναι ηθικιστικό καθήκον αλλά κάτι απείρως περισσότερο. Θεμελιώδης όρος ώστε το ανθρώπινο υποκείμενο να γίνει αυθεντικό. Αμαρτία, λοιπόν, είναι οι επιλογές που χτίζουν έναν εαυτό περίκλειστο στον εαυτό του και ανίκανο να ανοιχτεί στον άλλον· Θεό ή άνθρωπο.
     Έτσι, λοιπόν, είναι ιδιαιτέρως εύστοχος ο ορισμός που δίνει ο άγιος Μάξιμος Ομολογητής (π. 7ον αι.) στη φιλαργυρία. Είναι, λέει, το πάθος εκείνου που λαμβάνει με χαρά και δίνει με λύπη[7]! Σ’ αυτό καθαυτό, δηλαδή, το γεγονός του (ατομικού) πάθους εμπεριέχεται η εργαλειοποίηση του άλλου. Το ίδιο ουσιαστικά λέει και ο Μ. Βασίλειος όταν, για να περιγράψει τους πλεονέκτες, επιστρατεύει μιαν εικόνα που παραπέμπει σε όσα είπαμε παραπάνω περί άπατου πηγαδιού: όπως κάνουν τα ψάρια, έτσι και ο πλεονέκτης καταπίνει στο απύθμενο στομάχι του τους αδύναμους[8]. Είναι αδύνατο ο πλεονέκτης να μη στραφεί κατά του συνανθρώπου του. Γι’ αυτό κι ένας έμπειρος ασκητής, ο Ισαάκ Σύρος (7ον αι.) συνιστά: Καλλίτερα να κάτσεις παρέα με γύπες, παρά με πλεονέκτη και άπληστο[9].
     Μια τέτοια θεώρηση ανοίγει ένα σπουδαίο κεφάλαιο. Την κριτική στάση όχι μόνο απέναντι στις διαπροσωπικές σχέσεις, αλλά και ευρύτερα, απέναντι στην κοινωνική αδικία, την εκμετάλλευση και τις ταξικές δομές. Ίσως να ακούγεται παράδοξο στις μέρες μας, όμως μια τέτοια ριζοσπαστική ματιά ανήκει στο ίδιο το μεδούλι της εκκλησιαστικής παράδοσης[10]. Στο μύθευμα, π.χ., που καλλιεργούν οι διαπλεκόμενοι με την εκκλησιαστική εξουσία πλουτοκράτες, ότι ο πλουτισμός τους είναι τάχα θέλημα Θεού, ο άγιος Γρηγόριος Νύσσης (4ον αι.) αντιτείνει: «Δεν προέρχεται από τον Θεό το ψωμί του πλεονέκτη»[11]. Γι’ αυτό και υπάρχει ολόκληρο ρεύμα μέσα στην εκκλησιαστική παράδοση, σύμφωνα με το οποίο ούτε η ελεημοσύνη, ούτε οι προσφορές στους ναούς αποτελούν κολυμπήθρα του Σιλωάμ ώστε να δικαιώνονται οι τρόποι με τους οποίους συσσωρεύεται ο πλούτος. Αυτό που αξιώνει το εν λόγω ρεύμα, είναι η κατάπαυση της εκμετάλλευσης. Ο Μ. Βασίλειος, για παράδειγμα, τον πλεονέκτη τον ταυτίζει με τον «αποστερητή»[12], μ’ αυτόν, δηλαδή, που στερεί από τους εργαζόμενους τη δίκαιη αμοιβή τους και δεν χορηγεί στους αναγκεμένους τα χρειαζούμενα. Οι δωρεές του στις εκκλησιές δεν μπορούν να γίνονται δεκτές, απλούστατα διότι «δεν πρόκειται να γίνει συμμέτοχος της πλεονεξίας ο Θεός»[13].
     Ποια είναι η απάντηση στον εφιάλτη της απληστίας; Σίγουρα το να ασκηθεί ο άνθρωπος στην ολιγάρκεια (το να γίνει, όπως θα ’λεγε ο Μάξιμος, «ολιγοδεΐας εραστής»[14]) και να αφήσει χώρο στη δράση του Θεού. Να ζήσει τα πράγματα με μέτρο και την αγάπη άμετρα. Μα αυτό και πάλι δεν σημαίνει αποτράβηξη σε μια ατομική πνευματική γυμναστική. Αδιάκοπα ρηξικέλευθος, ο Χρυσόστομος, π.χ., παρατηρεί ότι η παρθενία, που θεωρείται ύψιστη αρετή, ούτε καθολική εντολή συνιστά, ούτε οδηγεί από μόνη της στον παράδεισο. Ο πλεονέκτης παρθένος θα βλέπει τον νυμφώνα απ’ έξω! Η αλληλεγγύη, όμως, και καθολική εντολή συνιστά και στον παράδεισο οδηγεί[15], απλούστατα διότι από τη φύση της σημαίνει έγνοια για τον άλλον. Κι αυτή η έγνοια σημαίνει πολλά. Αν παράδεισος είναι η ζωή με τον Χριστό, ο τόπος όπου ο Χριστός μας έχει κλείσει ραντεβού μαζί του είναι – κατά ρητή δήλωσή του – το πρόσωπο του ξένου και του αδικημένου (Ματθ. 25:31-46). 




[1]               Έριχ Φρομ, Να Έχεις ή να Είσαι, εκδ. Μπουκουμάνης, Αθήνα 1978, σσ. 173-174.

[2]               Α΄ Τιμοθ. 6:10. – Αββάς Νείλος, Patrologia Graeca (στο εξής: PG) 79:1152B. – Ιωάννης Χρυσόστομος, PG 53:173. – Σύνοδος Καρθαγένης, PG 138:37A. – Κλήμης Αλεξανδρείας, PG 8:437C. – Μ. Βασίλειος, PG 30:813C.

[3]               Ιωάννης Δαμασκηνός, PG 95:1148Β.

[4]               Αστέριος Αμασείας, PG 40:200C.

[5]               Ιωάννης Χρυσόστομος, PG 57:212.

[6]               René Girard, Εθεώρουν τον σατανάν ως αστραπήν (μτφρ. Ευγενία Γραμματικοπούλου) εκδ. Εξάντας-Νήματα, Αθήνα 2002, σσ. 25-33.

[7]               Μάξιμος, PG 90, 104D.

[8]               Βασίλειος, PG 29:152D.

[9]               Ισαάκ Σύρος, Ασκητικά, εκδ. Ρηγόπουλου, Θεσσαλονίκη 1977, σ. 238.

[10]             Βλ. ενδεικτικά Θανάση Ν. Παπαθανασίου, Κοινωνική δικαιοσύνη και Ορθόδοξη θεολογία, εκδ. Ακρίτας, Αθήνα 20052. Η σχέση αυτής της κριτικής στάσης με την εκάστοτε κοινωνική πραγματικότητα (π.χ. με το πιστωτικό σύστημα, τη διελκυστίνδα κεντρικής εξουσίας και ευγενών κλπ) έχει εξαιρετικό ενδιαφέρον, δεν είναι όμως του παρόντος.

[11]             Γρηγόριος Νύσσης, PG 44:1173Β.

[12]             Βασίλειος, PG 31:276C.

[13]             Βασίλειος, PG 32:1164D.

[14]             Μάξιμος, PG 91:805Α.

[15]             Ιωάννης Χρυσόστομος, PG 51:277.



Φόβος 

Ήταν κάποτε ένας γιατρός.Μια μέρα φεύγοντας από την πόλη που έμενε για να πάει σε μια άλλη γειτονική όπου είχε δουλειά, συνάντησε την πανούκλα που έμπαινε. Σταμάτησε και την ρώτησε:
«Πάλι εδώ; Τι ήρθες να κάνεις;»
Και η πανούκλα απάντησε: «Είναι η σειρά μου».
>«Πόσους θα πάρεις αυτή τη φορά;» ρώτησε ο γιατρός.
«Λίγους, γύρω στους χίλιους», απάντησε η πανούκλα.
Μετά από μια εβδομάδα ο γιατρός (έχοντας ενημερωθεί εν τω μεταξύ για την κατάσταση στην πόλη του) επέστρεψε, και στην είσοδο της πόλης αντάμωσε την πανούκλα που έφευγε.
«Μου είπες ψέματα», της είπε. «Είχες πει ότι θα πάρεις κάπου χίλιους και τελικά πέθαναν πέντε χιλιάδες».
Κι εκείνη απάντησε: «Δεν είπα ψέματα. Εγώ πήρα χίλιους. Τους υπόλοιπους τους σκότωσε το άγχος και ο φόβος».

Το άγχος και ο φόβος είναι περισσότερο θανατηφόρα από την πανούκλα που βιώνουμε.Τις περισσότερες φορές ο φόβος μήπως συμβεί το χειρότερο είναι χειρότερος από το να συμβεί το χειρότερο.
Στη ζωή μας βιώνουμε εκατομμύρια καταστροφές από τις οποίες η συντριπτική πλειοψηφία δεν συμβαίνει ποτέ. Τις βιώνουμε μόνο στο μυαλό μας. Συλλογικά και ατομικά όλοι κάτι φοβόμαστε: τη χρεοκοπία, την απόλυση, την κατάρρευση του ευρώ, τους ιούς, τους χωρισμούς, μήπως πέσει ο ουρανός στα κεφάλια μας.Ο φόβος όμως δυστυχώς είναι το πιο αποτελεσματικό εργαλείο πολιτικής χειραγώγησης. Το δηλητήριο που παραλύει τη δράση και την αντίσταση στην επέλαση οποιασδήποτε εξουσίας.Η υπερβολική ανησυχία οδηγεί σε ακινησία.
Αν αρχίσουμε να ζούμε στη στιγμή ο φόβος εξαφανίζεται.
Ο κάθε φόβος έρχεται μέσα από μια επιθυμία.
Έτσι αν αρχίσουμε να παρατηρούμε τον εαυτό μας θα διαπιστώσουμε ποια επιθυμία είναι αυτή που τον δημιουργεί και αν είμαστε αρκετά συνειδητοί θα διακρίνουμε τη ματαιότητα που κρύβεται πίσω από αυτή την επιθυμία.
Ο φόβος επίσης προέρχεται από την ανασφάλεια μας για το αύριο.Το αύριο όμως πάντα θα είναι ανασφαλές. Η ζωή είναι όμορφη επειδή είναι ανασφαλής. Η ανασφάλεια χρωματίζει με ομορφιά τη ζωή μας.Η ζωή είναι όμορφη γιατί έχει ανατροπές. Δεν είναι δεδομένη. Η ζωή είναι όμορφη γιατί υπάρχει ο θάνατος. Η ζωή έχει αξία γιατί μπορεί να χαθεί.Αν δεν μπορούμε να την χάσουμε τότε η ζωή γίνεται φυλακή. Δεν θα μπορέσουμε να την απολαύσουμε.
Όπως λέει ο Όσσο:
«Άκου πάντα το κάλεσμα του αγνώστου και αφέσου να βρίσκεσαι πάντα σε κίνηση. Ποτέ μη προσπαθείς να αγκιστρωθείς από κάπου.Το να αγκιστρωθείς σημαίνει να πεθάνεις. Είναι ένας πρώιμος θάνατος»
Λίγη αίσθηση του χιούμορ, λίγο γέλιο, αθωότητα παιδιού- και τι έχεις να χάσεις; Προς τι ο φόβος;
Τίποτα δεν έχουμε. Έχουμε έρθει χωρίς τίποτα, Χωρίς τίποτα θα φύγουμε.
Ο Σενέκας, διάσημος Ρωμαίος Στωικός φιλόσοφος είπε: "Timendi causa est nescire" που σημαίνει: η αιτία του φόβου είναι η άγνοια.
Ποια άγνοια; Η άγνοια ότι τα πάντα συμβαίνουν στη ζωή μας για ένα μοναδικό λόγο. Για να μας αφυπνίσουν από το λήθαργό μας. Για να πονέσουμε, έτσι ώστε μέσα από τον πόνο να αναγκαστούμε να φέρουμε στην επιφάνεια την αληθινή μας φύση. Η άγνοια ότι το δράμα της ζωής μας είναι τέλειο.
Και όπως πρόσφατα μου είπε ένας καλός φίλος και δάσκαλος: "Στο τέλος όλα θα είναι καλά". Κι αν δεν είναι όλα καλά θα σημαίνει πως το τέλος δεν ήρθε ακόμη....



Το όνειρο ενός γελοίου ανθρώπου


Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι


«Ω! Πόσο γρήγορα γεννήθηκε η φιληδονία που γέννησε τη ζήλεια κι εκείνη πάλι τη σκληρότητα... Δεν ξέρω πότε, μα ύστερα από λίγο, χύθηκε για πρώτη φορά αίμα... Οι άνθρωποι, κατατρομαγμένοι, άρχισαν να φεύγουν, ν' απομονώνονται. Έκαναν συμμαχίες, οι μεν εναντίον των δε. Έμαθαν τη φιλοτιμία, που της έδωσαν το μεγαλόπρεπο τίτλο: Τιμή! Κάθε έθνος τότε έκανε τη σημαία του. Κατόπιν εκύρηξαν τον πόλεμο στα ζώα που έφυγαν στα δάση κι έγιναν εχθροί του ανθρώπου. Κι άρχισε ο πόλεμος του ατομισμού για το δικό μου και το δικό σου. Ανακάλυψαν τις γλώσσες. Ανακάλυψαν τον πόνο και τον ερωτεύτηκαν. Όλοι αυτοί οι άνθρωποι διψούσαν τον πόνο κι έλεγαν πως με τον πόνο μονάχα φτάνει κανείς στην αλήθεια. Αυτός υπήρξε η πρώτη αρχή της επιστήμης. Μόλις έγιναν κακοί, άρχισαν να εκφωνούν λόγους για την αδελφοσύνη, για τη φιλανθρωπία, και κατάλαβαν τις ιδέες αυτές. Μόλις έγιναν εγκληματίες, άρχισαν να μιλούν για τη δικαιοσύνη, συντάξανε κώδικες για να τη διαφυλάξουν και αγχόνες για να την υπερασπιστούν. Μόλις θυμόντουσαν το τι είχανε χάσει. Δεν ήθελαν να πιστέψουν στην αθωότητά τους και στην περασμένη τους ευτυχία, γελούσαν μάλιστα για την ευτυχία αυτή, λέγοντας πως ήταν παραμύθι και δεν μπορούσαν πια να την φανταστούν σαν κάτι το πραγματικό. Ωστόσο αν και δεν πίστευαν καθόλου στην παλιά τους ευδαιμονία, διατήρησαν τόσο δυνατό πόθο να ξαναγίνουν αθώοι κι ευτυχισμένοι που χάθηκαν σαν παιδιά μέσα στον πόθο τους! Θεοποίησαν τον πόθο τους, του έχτισαν ναό, γονάτισαν μπροστά στην ίδια τους ιδέα, μπροστά στο είδωλο του πόθου τους, και με την πεποίθηση πως ήταν απραγματοποίητος, τον προσκύνησαν με δάκρυα και γονυκλισίες. Αν όμως κανένας ξανάβρισκε την παλιά τους ευτυχία, τους την έδειχνε, και τους ρωτούσε κατόπιν: Θέλετε να ξαναγυρίσετε σ' αυτήν; θ' απαντούσαν: όχι!»




Ο Ντοστογιέφσκι και η ηθική (απόσπασμα) 

σεβ. Μητρ. Περγάμου Ιωάννη


[...] Είναι ο Ντοστογιέφσκι πράγματι μηδενιστής; Ποιο είναι το βαθύτερο νόημα της αντί-ηθικιστής ανθρωπολογίας του;
Η πρώτη σημαντική παρατήρηση είναι ότι ο Ντοστογιέφσκι καταρρίπτοντας την ηθική, που διακρίνει τους ανθρώπους σε καλούς και κακούς, κλονίζει την υπεροψία του ουμανισμού, ο οποίος πιστεύει ότι με την ηθική μπορεί να εξαλείψει το κακό από τον κόσμο. Με τον τρόπο αυτόν ο Ντοστογιέφσκι θεολογεί πατερικά: η σωτηρία του ανθρώπου δεν μπορεί να προέλθει από τον ίδιο τον άνθρωπο, αλλά μόνον από τον Θεό.
Δεύτερον, αναγνωρίζοντας σε κάθε άνθρωπο τη συνύπαρξη του καλού με το κακό, ο Ντοστογιέφσκι καλεί όλους να αποφεύγουν την κατάκριση των άλλων ανθρώπων και να επικεντρώνουν το ενδιαφέρον και τη φροντίδα τους στις δικές τους αμαρτίες. Έτσι αποκτούν συγχρόνως τη μετάνοια και την αγάπη. Ο Ντοστογιέφσκι κινείται έτσι στο πνεύμα του ευαγγελίου αλλά και των νηπτικών πατέρων («δος μοι, Κύριε, το οράν τα εμού πταίσματα και μη κατακρίνει τον αδελφών μου» ευχή Αγίου Εφραίμ).
Τρίτον, και σπουδαιότερο, το μείγμα καλού και κακού, που χαρακτηρίζει την ανθρώπινη φύση, δεν οδηγεί απαραίτητα στον μηδενισμό. Είναι αποκαλυπτικά όσα περιγράφει ο Ντοστογιέφσκι για τον ήρωα του έργου του Το όνειρο ενός Γελοίου ανθρώπου. Εκεί ο ήρωας του έργου, διαπιστώνοντας ότι όλα στη ζωή του ανθρώπου είναι μείγμα αντιθέσεων (καλού κακού, λογικού παραλόγου κ.λπ. ), πληγώνεται βαθιά και κλονίζεται η πίστη του στην ίδια την ύπαρξη: «Έξαφνα νιώθω», λέει, «πως μου ήταν αδιάφορο αν ο κόσμος υπήρχε, ή αν ποτέ δεν υπήρξε τίποτε, άρχισα να αισθάνομαι με όλο μου το είναι πως δεν υπήρχε τίποτε. Στην αρχή νόμισα πως πολλά πράγματα είχαν υπάρξει στο παρελθόν, αλλά μετά κατάλαβα πως ούτε και στο παρελθόν δεν υπήρξε ποτέ τίποτα, μα πως μόνο μου είχε φανεί πως υπήρχε, για κάποιο λόγο. Σιγά - σιγά κατάλαβα πως ούτε και στο μέλλον θα υπάρχει τίποτα».
Αυτός ο μηδενισμός δεν μπορεί παρά να οδηγήσει στην αυτοκτονία. Ο ήρωας του έργου αποφασίζει πράγματι να σκοτωθεί. Αλλά, εκεί που πήγαινε να πραγματοποιήσει το σχέδιο του, ένα κοριτσάκι τρεμάμενο και τρομαγμένο, που για κάποια αιτία βρισκόταν σε απόγνωση, του ζήτησε βοήθεια, και ο «γελοίος άνθρωπος» αλλάζει σχέδιο. Αυτό που τον κάνει να βρει νόημα στην παράλογη, κατά τα άλλα, ύπαρξη είναι η συνάντηση του Άλλου. Ο Άλλος είναι αυτός που δίνει την υπέρβαση του μηδενισμού. Ο Ντοστογιέφσκι μας φέρνει στο χείλος του γκρεμού, αλλά δεν μας αφήνει στο κενό. Αυτό που δεν μπορεί να αμφισβητηθεί είναι η ύπαρξη του Άλλου.
Αυτή η ύπαρξη του Άλλου, που δίνει νόημα στην ύπαρξη, δεν είναι ούτε οι αρετές ούτε οι κακίες του Άλλου, δηλαδή η ηθική -είναι αυτή και μόνο η ύπαρξή του. Ηθικά, ο Άλλος είναι ένα παράλογο, ένα μείγμα αντιθέσεων καλού και κακού. Θα ήταν γελοίο να τον προσεγγίσουμε ως ηθική υπόσταση. Μόνον η ύπαρξή του, γυμνή από κάθε ηθική ιδιότητα, δίνει νόημα και στη δική μας ύπαρξη. Αν αξίζει να υπάρχουμε, να μην αυτοκτονήσουμε, να μη γελοιοποιηθούμε, είναι γιατί υπάρχει ο Άλλος.
Αλλά για τον Ντοστογιέφσκι ο Άλλος, όπως εμφανίζεται στο Όνειρο ενός Γελοίου, δεν είναι απλώς μια υπόσταση, ένα ον. Είναι μια ύπαρξη που υποφέρει. Αυτό είναι το ιδιάζον χαρακτηριστικό του ντοστογιεφσκικού υπαρξισμού. Η υπέρβαση του μηδενισμού, αυτό που δίνει νόημα στην ύπαρξή μας, είναι για τον Ντοστογιέφσκι η αποδοχή της οδύνης. Για τον Ντοστογιέφσκι υπάρχει μία και μόνη επιλογή αντί της αυτοκτονίας για τον άνθρωπο. Την εκφράζει ο Ιβάν Καραμάζοβ με το δίλημμα: ή τον σταυρό ή την αγχόνη. «Αύριο», λέει, «το σταυρό μα όχι το ικρίωμα. Όχι, δεν θα κρεμαστώ. Δεν θα μπορούσα ποτέ να αυτοκτονήσω». Και όπως λέει ο διάβολος στον Ιβάν, «οι άνθρωποι υποφέρουν, αλλά ζουν, ζουν μια ζωή πραγματική, όχι φανταστική, γιατί το να υποφέρεις είναι ζωή».
[….]

Αλλά αν τελικά ο άνθρωπος ασκώντας την ελευθερία του επιλέξει το είναι αντί του μη είναι, δηλαδή της αυτοκτονίας ή του μηδενός, αυτό που επιλέγει για τον Ντοστογιέφσκι δεν είναι παρά το είναι του έσχατου παραλογισμού, δηλαδή την οδύνη και το πάθος. Γράφει πάλι στο Υπόγειο: «και γιατί είστε πεπεισμένοι πως ο άνθρωπος έχει ανάγκη μόνο από εκείνο που είναι κανονικό και θετικό, και πως μόνη η ευτυχία είναι χρήσιμη για τον άνθρωπο; Λέτε ο άνθρωπος αγαπά μόνο την ευτυχία; Μα ίσως να αγαπά άλλο τόσο τον πόνο. Και μπορεί ο πόνος να του είναι τόσο χρήσιμος όσο και η ευτυχία... Ο πόνος; Μα είναι και η μόνη αιτία της συνείδησης... Η συνείδηση βρίσκεται πολύ πιο πάνω από το δύο και δύο κάνουν τέσσερα... Όσο οπισθοδρομικό και αν φαίνεται, σίγουρα (ο πόνος) αξίζει περισσότερο από το τίποτε».
Για ν' αποφύγει, λοιπόν, κανείς το «τίποτε», το μηδέν, το μη είναι, την αυτοκτονία, πρέπει να επιλέξει το είναι ως πόνο. Ο Ντοστογιέφσκι δίνει την εντύπωση ότι είναι μαζοχιστής. Είναι, λοιπόν, καλό πράγμα ο πόνος; Οι έννοιες του καλού και του κακού δεν έχουν θέση. Αυτό που ενδιαφέρει τον Ντοστογιέφσκι είναι το αληθινό, όχι το ηθικό. Η αλήθεια είναι ότι όλη η ύπαρξη είναι διαποτισμένη από τον πόνο. Αυτό που προβληματίζει έντονα τον Ντοστογιέφσκι είναι η ύπαρξη του πόνου, και μάλιστα του άδικου πόνου, όπως τον βλέπομε στα μικρά παιδιά που κλαίνε και βασανίζονται χωρίς να φταίνε σε τίποτε. Αυτόν τον πόνο καλείται ο άνθρωπος να αγκαλιάσει και να κάνει δικό του, αν δεν θέλει να επιλέξει το μη είναι, το μηδέν.

Αλλά, όταν ο άνθρωπος επιλέξει το είναι ως πόνο, δεν κάνει μια αναγκαστική επιλογή. Τότε, και μόνον τότε, ασκεί αληθινά την ελευθερία του. Και τότε, και μόνον τότε, η ελευθερία ταυτίζεται όχι με το μηδέν, αλλά με την αγάπη. Ο Ντοστογιέφσκι γίνεται έτσι ο θεολόγος της αγάπης. Σύμφωνα με τα λόγια του Γέροντα Ζωσιμά, αληθινή αγάπη είναι το «να κάνεις τον εαυτό σου υπεύθυνο για όλα τα ανθρώπινα όντα και για τον κόσμο ολόκληρο»


πηγή: Aντίφωνο


 

 

Ιατρική και θαύμα: Μπορούν να συνυπάρξουν;

Γ.Παπαγεωργίου (Επίκ. καθηγητή, Συντονιστή διευθυντή της Β' Χειρουργικής Κλινικής του ΓΝΑ "Ευαγγελισμός")


Είναι γνωστό ότι τα τελευταία χρόνια η ιατρική έχει κάνει πολύ μεγάλες προόδους σε όλους τους τομείς. Η τεχνολογία εφοδίασε τους ιατρούς με μηχανήματα, με τα οποία μπορούν πλέον να απεικονίζουν με μεγάλη ακρίβεια τα διάφορα όργανα του ανθρωπίνου σώματος και να καταγράφουν με κάθε λεπτομέρεια την λειτουργία τους. ΄Ετσι μπορούν να εισχωρήσουν πλέον μέσα στα άδυτα της κάθε νόσου, να την κατανοήσουν και να δώσουν την κατάλληλη θεραπεία. Από την άλλη μεριά η βιομηχανία των φαρμάκων έδωσε την δυνατότητα να παράγονται όλο και καινούργια φάρμακα που έχουν μεγάλη αποτελεσματικότητα στη θεραπεία τόσο των καλοήθων, όσο και των κακοήθων νόσων. Νέες μορφές θεραπείας ευρίσκονται και εφαρμόζονται με μεγάλη επιτυχία. Και η χειρουργική μπορεί τώρα με τα καινούργια ενδοσκοπικά και συρραπτικά εργαλεία, καθώς και την υποστήριξη από τις μονάδες εντατικής θεραπείας να τολμά να κάνει επεμβάσεις που κάποτε εθεωρούντο αδύνατες.
Οι συνέπειες αυτής της προόδου εφάνηκαν κατ’ αρχήν υπέροχες. Η αρρώστεια τελικά φαίνεται ότι θα νικηθεί, είναι θέμα χρόνου, η φύση θα αποκαλύψει όλα τρα μυστικά της και θα αποκαλυφθεί μπροστά στην μεγαλοφυία του ανθρώπου. ΄Οχι μόνο στην ιατρική,αλλά και σε κάθε άλλο τομέα της επιστήμης. Ο άνθρωποςείναι πλέον ο κυρίαρχος της φύσεως, ο απόλυτος εξουσιαστής της και ο εκμεταλλευτής της για την δική του ευμάρεια και ωφέλεια. Κάθε τι μπορεί να κατανοηθεί και να ερμηνευθεί με την γνώση που παρέχει η επιστήμη και η τεχνολογία και να ελεγχθεί ανάλογα με το συμφέρον μας. Η γνώση πλέον μπορεί να αντικαταστήσει την πίστη και τον Θεό, που δεν χρειάζεται πλέον, παρά υπάρχει ακόμα μόνο εκεί που δεν έχει φωτίσει η γνώση και η επιστήμη την αλήθεια.
Γρήγορα όμως φάνηκε ότι δεν είναι έτσι τα πράγματα. Η ίδια η επιστήμη, τοσο στην φυσική και την αστρονομία, όσο και στην βιολογία, γρήγορα διαπίστωσε ότι όσο περισσότερο πλησιάζει προς τις λεπτομέρειες της κατανοήσεως των διαφόρων γεγονότων τόσο τα πράγματα γίνονται περισσότερο πολύπλοκα και τελικά φθάνουν σε πλήρη απροσδιοριστία. Η φύση φυλάει πολύ καλά τα μυστικά της. Από την άλλη μεριά η ανάπτυξη της τεχνολογίας που ευκολύνει την ζωή μας εξαντλεί τις ενεργειακές πηγές και έφερε ήδη τόσες αλλαγές στο περιβάλλον, που κινδυνεύει η ισορροπία του κλίματος με συνέπεια να απειλούμεθα από μεγάλες καταστροφές μέχρι και εξαφάνιση του πολιτισμού μας. Η ιατρική έχει αυξήσει πολύ την αποτελεσματικότητά της σε ωρισμένους τομείς, αλλά η ίδια η υψηλή τεχνολογία έχει δημιουργήσει μεγάλα αδιέξοδα, όπως οι εγκεφαλικά νεκροί στις μονάδες εντατικής θεραπείας, οι άνθρωποι με σοβαρές αναπηρίες που ζουν απόλυτα εξαρτημένοι, καθώς και οι συνεχώς ατξανόμενοι πληθυσμοί ασθενών με κακοήθεις νόσους που υποβάλλονται σε εξαιρετικά επώδυνες θεραπείες που παρατείνουν το μαρτύριό τους. Δυστυχώς η πρόοδος της ιατρικής ενίκησε ή και εξαφάνισε ωρισμένες νόσους που πράγματι κατέτρυχαν τους ανθρώπους, αλλά και εδημιούργησε άλλες καταστάσεις σε περιπτώσεις ανιάτων νόσων, που ουσιαστικά δεν παρατείνεται η ζωή, αλλά παρατείνεται επώδυνα η διαδικασία του θανάτου. Η επιστήμη δεν ενίκησε την φθορά και τον θάνατο όπως αρχικά ενομίσαμε ότι θα κάνει, αλλά απλά άλλαξε τις συνθήκες που επέρχεται ο θάνατος, και τις έκανε μερικές φορές πιο μακροχρόνιες και πιο δυσβάστακτες.Ο σημερινός γιατρός όταν έρχεται αντιμέτωπος με την ασθένεια, παρά την βοήθεια που έχει από την τεχνολογία αισθάνεται πολύ καλά την αδυναμία του. Αδύναμία πολλές φορές να κατανοήσει και να διαγνώσει τα μυστικά της νόσου, η οποία εκδηλώνεται με πολύ άτυπο και πολλές φορές απατηλό τρόπο. Αλλά και αδυναμία εμπρός στις δυσκολίες της θεραπείας που πολλές φορές είναι αναποτελεσματική ή δεν μπορεί να την αντέξει ο ασθενής. Ιδιαίτερα στην χειρουργική, ο χειρουργός καθημερινά δοκιμάζεται όταν εκτελεί μιά εγχείρηση από την οποία μπορεί να πεθάνει ο ασθενής ή να έχει επιπλοκές πολύ σοβαρές που θα δυσκολέψουν την περαιτέρω ζωή του. Το αποτέλεσμα επίσης μιάς εγχειρήσεως δεν μπορεί πάντα να προβλεφθεί γιατί κάθε άνθρωπος αντιδρά διαφορετικά και ανταποκρίνεται διαφορετικά στην επέμβαση. Οι βιολογικές παράμετροι είναι τόσο πολλές, τοσο πολύπλοκες και τόσο απρόβλεπτες που ποτέ δεν μπορούμε να είμαστε βέβαιοι για τίποτε. Ο γιατρός αισθάνεται την αδυναμία του μπροστά στο μεγαλείο της ζωής και του θανάτου, στην άβυσσο των μυστικών του ανθρωπίνου σώματος και της δικής του αδυναμίας και θέλει να ζητήσει βοήθεια από καποιον που τον υπερβαίνει. Στην περίπτωση αυτή θα καταφύγει σε κάποιον με τον οποίο έχει προσωπική σχέση και μάλιστα σχέση αγάπης. Αυτή είναι η σχέση με τον Θεό, στην οποία τόσοι πολλοί κατέφυγαν στις δύσκολες στιγμές τους. Αυτή η καταφυγή θα εκφρασθεί σαν προσευχή προς τον Θεό, που έχει την έννοια της παραδοχής της δικής μας ατέλειας και της περιορισμένης δυνατότητας που έχουμε, αλλά και της αναγνώρισης της δύναμης του Θεού να επηρεάσει την έκβαση των πραγμάτων. Αυτή η παρέμβαση του Θεού στην εξέλιξη μιάς καταστάσεως, όταν του το ζητάμε με πίστη,ειναι το θαύμα. Το θαύμα δεν ειναι υποχρεωτικά μια εντυπωσιακή κατάργηση των φυσικών νόμων, κάτι κραυγαλέο που δεν μπορεί παρά να το αποδεχθεί κανείς. Ο Θεός εδημιούργησε ο ίδιος τους φυσικούς νόμους και τους σέβεται. Η παρέμβασή του είναι συνήθως διακριτική, ήπια. Δεν θέλει να εντυπωσιάσει, ούτε να υποχρεώσει κάποιον να την παραδεχθεί. Θέλει απλώς να παρηγορήσει και να δυναμώσει αυτόν που επιθυμεί να δει πέρα από τα πράγματα. Η θαυματουργική παρέμβαση του Θεού συνήθως είναι τέτοια που δίνει το περιθώριο σε αυτόν που θέλει να την αρνηθεί να το κάνει, αποδίδοντας ένα γεγονός όπως είναι μια θεραπεία είτε στην τύχη, είτε σε μιά εξαιρετικά σπάνια περίπτωση, ή σε ανεξήγητη αυτόματη θεραπεία που μπορεί και να υπάρξει.Όσοι όμως ξέρουν και θέλουν, μπορούν να διακρίνουν πεντακάθαρα την παρουσία του Θεού μέσα από την ανέλπιστα άριστη έκβαση μιας πολύ βαρειάς εγχειρήσεως, ή μέσα από την καθυστέρηση εξέλιξης ή την ίαση μιας βαρειάς και ανίατης νόσου, ή μέσα από την διόρθωση και αποκατάσταση μιας βλάβης που φαινόταν τελείως απίθανη. Η αγάπη του Θεού μπορεί φυσικά να εκφρασθεί και με τρόπο κραυγαλέο και υπερβαίνοντας και καταργώντας τους νόμους της φύσεως. Έτσι έχουμε δει εξαφανίσεις όγκων, ή επάνοδο της λειτουργίας κατεστραμένων οργάνων, εκεί που είχε κριθεί ιατρικά αδύνατη. Ο Θεός όμως προτιμα συνήθως την διακριτική οδό, μέσα από τις δυνατότητες που δίνει η απροσδιοριστία της φύσεως και η αδυναμία της κατανοήσεως ολων των παραμέτρων, ώστε να μπορεί να γίνει μια σωστή πρόβλεψη. Και όσο πιο ασαφή και απροσδιόριστα είναι τα πράγματα, τόσο πιο έντονη γίνεται η επίκληση του Θεού και τόσο πιο εμφανής είναι η παρουσία του στην εξέλιξη των πραγμάτων. Θέλει να επεμβαίνει έτσι ώστε «ο έχων ώτα ακούειν ακουέτω» για αυτούς που ελεύθερα το επιλέγουν, και «οι βλέποντες να βλέπουσι και ού μη ίδωσι» για αυτούς που ελεύθερα επίσης το απορρίπτουν.Το πρώτιστο αγαθό που σέβεται ο Θεός στον άνθρωπο, είναι η ελευθερία του. Μπορούμε να πούμε ότι η ελευθερία είναι το χαρακτηριστικό συστατικό του ανθρώπου, αυτό που τον διακρίνει από τα ζώα. Αυτήν την ελευθερία εσεβάσθηκε ο Θεός όταν του έδωσε την δυνατότητα επιλογής μεταξύ καλού και κακού. Αυτής της ελευθερίας ίσως είναι τίμημα και η πτώση του ανθρώπου, αλλά ο Θεός την εθεώρησε τόσο ουσιώδη, τόσο συστατική της ύπαρξής τού ανθρώπου και συστατική της τελικής σωτηρίας του, που δεν θέλησε να του την στερήσει για να τον προφυλάξει. Γιαυτό και ο Χριστός αρνήθηκε τον πειρασμό να κάνει άρτους τους λίθους και να ταΐσει τον κόσμο. Γιαυτό και τα θαύματα που έκανε τα έκανε μόνο όταν ήταν ανάγκη, και συνήθως έλεγε στους ευεργετημένους να μην πουν τίποτε για αυτά. Έτσι και τώρα, στη σύγχρονη ζωή μας, παρεμβαίνει με τρόπο που όσοι θέλουν και έχουν τα μάτια τους ανοιχτά, να βλέπουν αυτή την παρέμβασή του, ενώ πάλι όσοι δεν θέλουν, να έχουν την δυνατότητα να την αρνηθούν. Η ζωή και η σωτηρία του ανθρώπου πρέπει να είναι προϊόν της αγάπης του Θεού, αλλά και της δικής του ελεύθερης επιλογής, αλλοιώς δεν έχει νόημα.Εμείς οι γιατροί, που δοκιμαζόμαστε καθημερινά στον άνισο αγώνα με την αρρώστεια και τον θάνατο, έχουμε επανειλημενα δει αυτή τη χάρι του Θεού να εμφανίζεται στη ζωή μας και στις πράξεις μας, και ίσως επίσης την έχουμε επανειλημένα αγνοήσει ή αρνηθεί. Το μέτρο που πρέπει να έχουμε στη ζωή μας το δίνουν οι άγιοι του θεού. Ο Άγιος Λουκάς ( Βόινο-Γιασενέτσκι) αντιμετώπιζε την ασθένεια σαν γιατρός εξαντλώντας όλες τις δυνατότητες που του παρείχε η επιστήμη και η τεχνολογία. Και όχι μόνον αυτό, αλλά και ερευνούσε περαιτέρω την γνώση και προσέφερε πολλά στην επιστήμη της εποχής του, τόσο, ώστε να μας πουν στο νοσοκομείο της Τασκένδης, όπου είχε υπηρετήσει, ότι ακόμα συμβουλεύονται το βιβλίο του για τις λοιμώξεις. Συγχρόνως όμως η δουλειά του ήταν αφιερωμένη στο έλεος του Θεού. Πάντα είχε την εικόνα της Θεοτόκου στην αίθουσα του χειρουργείου, και εσημείωνε τον σταυρό στο σωμα του ασθενούς πριν τον χειρουργήσει. Έτσι αξιώθηκε να είναι μεγάλος επιστήμων, μεγάλος χειρουργός, και μεγάλος θεραπευτής. Και τώρα που ο Θεός τον αγίασε , μεσολαβεί στην έλευση αυτής της χάρης του θεού στη ζωή μας όταν του το ζητήσουμε, αλλά και μερικές φορές χωρίς να το ζητήσουμε.Με τέτοια πρότυπα,σαν τον Άγιο Λουκά, μπορεί κανείς να καταλάβει ότι το θαύμα είναι μέσα στην ζωή μας και μπορεί θαυμάσια να συνυπάρξει με την επιστήμη της ιατρικής.


 Ευάγγελου Σταυρόπουλου
Τον άγγελο
τον περιμέναμε προσηλωμένοι τρία χρόνια
κοιτάζοντας πολύ κοντά
τα πεύκα το γιαλό και τ΄άστρα.
Σμίγοντας την κόψη του αλετριού ή του καραβιού την καρένα
ψάχναμε να βρούμε πάλι το πρώτο σπέρμα
για να ξαναρχίσει το πανάρχαιο δράμα.
( Γιώργος Σεφέρης, Μυθιστόρημα Α’)



Η Δικαιοσύνη μετρά τα χνάρια της Ιστορίας μες τα σπαραχτικότερα επιφάνεια του φωτός.
Παύοντας ο εαυτός να΄ναι χωρητικός της Ιστορίας κι αφήνοντάς τη να χωρά τον εαυτό καταλυτικά, αγκαλιάζουμε σφιχτά εκείνο το σκιάς όναρ άνθρωπος, συναντώντας τα αιτήματα του Είναι σε γωνιές προ- οιδιπόδειες. Για να το πω αλλιώς: είναι αδύνατον να αρθρώσω Λόγο, αρνούμενος να ψηλαφίσω τα δομικά υλικά του. Το δομικό υλικό του Λόγου είναι το δράμα και το θαύμα. Το δράμα το λέω μέγα καταλύτη του μυθικού. Ο λόγος που δε γνωρίζει τα μέτρα της Δικαιοσύνης αρνούμενος να καταβυθιστεί στον κλύδωνα της ύβρεως, αρνείται την αλήθεια μαζί και την κάθαρση. Δράμα χωρίς κάθαρση, είναι λόγος ανενέργητος, καθώς ο λόγος λειτουργεί, ενέχει θέση έργου, μόνο διά- Λόγου. Έτσι, χωρώντας εντός, συν- χωρεί τον έξω χώρο και τον χρόνο, μαζί και τον πλατύ ορίζοντα της Ιστορίας. Αυτή την συναναστροφή την ονομάζω ενθυμητική κι όχι αναχρονιστική, μιας κι ο αναχρονισμός ριζώνει στην δυστοπία ενός εαυτού που δανείζεται την εικόνα του από μια ακατέργαστη ιστορική παλέτα. Αντιποιητής της σήμερον και της αύριο, ξένος με τον διάλογο, που ορίζει ο μείζων χώρος του βλέμματος. Βλέπω, που θα πει ερμηνεύω, ήγουν γυμνάζω το βλέμμα εν μετανοία, ως χώρο συνάντησης της δυναμικής των γεγονότων, των πραγμάτων, των προσώπων και των σκιών. Λύνω το αίνιγμα κρατώντας πάντα ανοιχτή την απορία: όταν στον δρόμο της Θήβας ο Οιδίπους συνάντησε τη Σφίγγα, κι αυτή του έθεσε το αίνιγμά της, η απόκρισή του ήταν : ο άνθρωπος. Τούτη η απλή λέξη χάλασε το τέρας ( Γ. Σεφέρης, Δοκιμές β’, σελ. 161). Χαλώ το τέρας σημαίνει στέκομαι καθοριστικά αντιμέτωπος με  το φέγγος και την σκοτεινιά της ανθρωπινότητάς μου, όχι για να την καταλύσω, μήτε για να την βιάσω, παρά για να την διδάξω διά- Λόγου το μέτρο της Δικαιοσύνης.
Τυφλωμένος ο άκρος Ικέτης στου κόσμου μέσα την ξενιτειά αποζητά ανάπαυση στη τυφλωμάρα του στον τόπο του μέτρου και της Δικαιοσύνης, στο λημέρι το όσιο των έμφοβων θεοτήτων, των θυγατέρων του Σκότου και της Γαίας. Θεμελιώνει τον λόγο του απέναντι στον Λόγο του θεού, σπέρνοντας μέσα του την αμφιβολία, ορθώνοντας την ύπαρξη του πάνω στο θείο μειδίαμα. Πάνω στο είτε- είτε του εαυτού. Αυτό που ο Ηράκλειτος πριν από τον Σοφοκλή το γνώριζε και πριν από τον Ηράκλειτο ποιος ξέρει πόσοι άλλοι: ο Άναξ ου το μαντείον έστι το εν Δελφοίς, ούτε λέγει, ούτε κρύπτει, αλλά σημαίνει.
Η γνώση του εαυτού έρχεται ως έντρομος αρραβώνας με τον Λόγο. Ξεπετάει το βλαστάρι της πάνω στην άκρα ταπείνωση του βλέμματος, μες τον γνόφο της τυφλότητας, μα όχι και της αορασίας. Κι είναι ο Οιδίπους που λέει, πως ακριβώς εκείνη τη στιγμή που δε λογίζεται για άνθρωπος, του λαχαίνει να΄ρθει στο ύψος της ανθρωπιάς του. Τότε δίνει στο αίνιγμα τη λύση, όταν παραδέχεται τον εαυτό του, όταν πια γνωρίζει πως εκείνος είναι το αίνιγμα μαζί και η απόκρισή του.
Τη σπουδή στο μέτρο της Δικαιοσύνης την ορίζει η τέχνη του Λόγου. Η λογική υποταγή συντάσσει το γεγονός της ποίησης, ως δυναμική ανοίξεως του ακατέργαστου της υπάρξεως μέσα στον ουρανό των ουρανών της. Θεμελιώνω τον εαυτό και τον ανοίγω, ακριβώς μέσω εκείνου του υλικού που με περιβάλλει. Καταφεύγω ξανά στον Σεφέρη για να μην σκοντάψω. Αντικαθιστά ο ποιητής στην Κίχλη του το πρόσωπο του Τειρεσία με΄κείνο του Σωκράτη, γιατί σε αυτόν τον δεύτερο αναγνωρίζει τον ερμηνευτή του νόστου, τον δίκαιο. Δίνει τους λόγους του κι ακόμα έναν: (…) έχω ένα πολύ οργανικό συναίσθημα που ταυτίζει την ανθρωπιά με την ελληνική φύση.
Πρέπει να πω πως αυτό το συναίσθημα- το συμμερίζονται, φαντάζομαι, πολλοί- μου είναι κάποτε αρκετά επίπονο. Είναι το αντίθετο από την κατάσταση της ανυπαρξίας, την κατάργηση του εγώ, που νιώθει κανείς μπροστά στην μεγαλοπρέπεια ορισμένων ξένων τοπίων. Δε θα μου περνούσε ποτέ από το νου να ονομάσω μεγαλοπρεπή τα κυρίως ελληνικά τοπία που σκέπτομαι. Είναι ένας κόσμος: γραμμές που γίνουνται και ξαναγίνουνται΄ σώματα και φυσιογνωμίες, η τραγική σιωπή ενός προσώπου. (…) Τι να γίνει, πιστεύω πως υπάρχει μιά λειτουργία ενανθρωπισμού στο ελληνικό φως. Συλλογίζομαι κάποτε τον Αισχύλο (…) τον μηχανισμό της δικαιοσύνης που εκθέτει΄ αυτή την εναλλαγή της Ύβρεως και της Άτης, που δε ξέρεις αν είναι μόνο ηθικός, αν δεν είναι και φυσικός νόμος. Εκατό χρόνια πριν ο Μιλήσιος Αναξίμανδρος πίστευε πως τα πράγματα πληρώνουν με τη φθορά την αδικία που κάνουν όταν ξεπεράσουν την τάξη του χρόνου. Κι αργότερα ο Ηράκλειτος : Ήλιος ουχ υπερβήσεται μέτρα΄ ει δε μή, Ερινύες μιν δίκης επίκουροι εξευρήσουσι. Ο ήλιος δεν μπορεί να ξεπεράσει τα μέτρα, ειδεμή θα τονε βρουν οι Ερινύες που βοηθούν τη Δικαιοσύνη.
Οι Ερινύες θα κυνηγήσουν τον ήλιο, καθώς κυνήγησαν τον Ορέστη΄ για σκέψου αυτούς τους λώρους που δένουν τους ανθρώπους με τα στοιχεία της φύσης΄ αυτή την τραγωδία που είναι συνάμα φυσική και ανθρώπινη, αυτή την οικειότητα. Αν το φως γινότανε ξαφνικά Ορέστης; Είναι τόσο εύκολο, για σκέψου: αν το φως της μέρας και το αίμα του ανθρώπου ήταν το ίδιο πράγμα; (…) Θα πηγαίναμε μακριά΄ θα σταματήσω΄ φτάσαμε στο Φως. Και το φως δε το εξηγεί κανείς, το βλέπει. ( Γ. Σεφέρης, Δοκιμές β’, σελ. 54- 56).
Πολλές φορές, ώσπου να καταλήξει στου Κολωνού το άσπρο χώμα ο Οιδίπους, πολλές φορές θα πέρασε από το σταυροδρόμι της Σχιστής οδού, εκεί όπου συναπάντησε την όψη του τέρατος και δέχτηκε ως ανταπόδωμα τη τύφλωση και τη περιπλάνηση για ΄κείνη την ευθεία του κρίση. Μα η κάθαρση είναι μια στέρνα απύθμενη που σε βγάζει στο φως μόνο όταν το ρήμα βρει και πατήσει στη βούληση να αρθρώσεις μέσα από την πιο μύχια ανθρωπινότητά σου. Όταν υποταχθείς στα μέτρα της Δικαιοσύνης, που΄ναι μαζί και μέτρα της Αρετής, αυτά που ορίζουν κι είναι ορισμένα διά- Λόγου. Είναι άρρητη, το ξέρω, αυτή η λειτουργία, κι ο γέροντας με τρόπο θαυμαστό χάνεται πίσω από την αυλαία της Ιστορίας. Κλείνει τα μάτια όταν τον ορίζει το φως, όπως κι ο Van- Gogh αποδίδει το αποκαλυπτικότερο κίτρινο, όταν ο ήλιος σπαράσσεται εντός του. Αφήνεται στο σκοτάδι ο γέροντας, όταν εντός του χαράζει.
Η σκηνή της τραγωδία είναι στημένη μες το θέατρο του εαυτού. Το ζητούμενο είναι αν ποτέ ο εαυτός έρθει αντιμέτωπος με το δράμα, δώσει και απεκδυθεί το μορμολύκειο του ψεύδους, προς χάριν της οδοιπορίας. Κι ακόμα παραπέρα, αν μπορέσει και διακρίνει μες τις φωνές των υποκριτών, που αντηχούν πάνω στα κοίλα της κλεισούρας του, το μέτρο που το φως ορίζει, όταν κυοφορείται μέσα στο πιο πυκνό σκοτάδι. Το άκουσμα της φωνής μου μέσα στο σπήλαιο του κόσμου είναι η πρώτη ψηλάφηση του φωτός, είναι το άνοιγμα που οδηγεί στην αιθρία της ποιητικής, σε εκείνο τον αγώνα τον άνισο του να ερμηνεύσω και να ερμηνευτώ μέσα από ό,τι διαλέγεται με τα όρια του ρητού και του αρρήτου.
Η ικεσία λειτουργείται εν εαυτώ και δι΄εαυτόν, ως μία ατελεύτητη άσκηση του μέτρου της αρετής και στη ζωή μα και στον θάνατο. Χωρητική του κόσμου και του ουρανού μου και του ουρανού των ουρανών μου. Κι είναι τέτοιου χαρακτήρα, μιας κι αναπαύεται εντός της το γέλιο του κτιστού κι ο ψίθυρος του ακτίστου. Σέρνει τα χνάρια της η ύπαρξη στον χώρο της καταλαγής, εκεί όπου η ικεσία την ξεβράζει αποδαρμένη, μα κραταιά. Ευρύχωρο σκήνωμα του Λόγου, αναβιβάζει τους όρους του δράματος, την αγωνία της Ιστορίας  σε αρχές ποιητικής. Μόνο το θαύμα σώζει την τραγωδία, που΄ρχεται και κατοικεί ως νόημα μες τα μελίγγια του εαυτού νικώντας της φύσεως τους όρους.
Μες την αποκαραδοκία της η ύπαρξη κείται επώνυμα, και μόνο επώνυμα σώζεται. Τα καλά παιδιά, τα ανυποψίαστα, κι ο ηδονικός Ελπήνωρ μαζί τους να τρέφεται τον καρπό του γουρουνοστασιού, χωρίς τον νόστο της εαυτότητας να τον καταδιώκει.
Κανείς δεν τους θυμάται. Δικαιοσύνη.
Η μετά- φυσική του τοπίου ορίζει τον βαθμό της δυστοπίας, ακριβώς γιατί αυτό το πρώτο, μας παρέχει τα υλικά με τα οποία λαξεύουμε τον εαυτό και δίνουμε μορφές στα ακατέργαστα. Για τον καθένα τόπος είναι άλλο πράγμα. Μα ο καθείς με αυτό το άλλο πράγμα αρμολογεί τον λόγο του, ταιριάζοντάς τον ασκητικά με τον λόγο του κοντινού του.
Νόστος είναι ο πόθος της ποιητικής, το ατελεύτητο τέλος και η ακρότητα των εφετών, που σμιλεύεται πάνω στη βούληση να τραβήξω κουπί, έστω κι αν δε φτάσω. Δικαιοσύνη λέω τον Λόγο που με ορίζει επώνυμα απέναντι στους όρους που περιγράφουν τον εαυτό από δόξης εις δόξαν. Δίκαιος είναι ο ποιητής, εκείνος που΄ναι ικέτης των μέτρων του Λόγου, προσκυνητής των οριζόντων του αναφούς.
Τα υλικά του ο ποιητής τα βρίσκει εκεί όπου γεννιέται : εν ουρανώ και επί γης.
Η λεύκα στο μικρό περιβόλι
Η ανάσα της μετρά τις ώρες σου
Μέρα και νύχτα΄
Κλεψύδρα που γεμίζει ο ουρανός.
Στη δύναμη του φεγγαριού τα φύλλα της
Σέρνουν μαύρα πατήματα στον άσπρο τοίχο.
Στο σύνορο είναι λιγοστά τα πεύκα
Έπειτα μάρμαρα και φωταψίες
Κι άνθρωποι καθώς είναι πλασμένοι οι άνθρωποι.
Ο κότσυφας όμως τιτιβίζει
Σαν έρχεται να πιεί
Κι ακούς καμία φορά φωνή της δεκαοχτούρας.
Στο μικρό περιβόλι δέκα δρασκελιές
Μπορείς να ιδείς το φως του ήλιου
Να πέφτει σε δυό κόκκινα γαρούφαλα
Σε μιαν ελιά και λίγο αγιόκλημα.
Δέξου ποιός είσαι.
Το ποίημα
Μην το καταποντίζεις στα βαθιά πλατάνια
Θρέψε το με το χώμα και το βράχο που έχεις.
Τα περισσότερα-
Σκάψε στον ίδιο τόπο να τα βρεις.
( Γ. Σεφέρης, Θερινό Ηλιοστάσιο Ζ’)

 πηγή: Aντίφωνο, περιοδικό Manifesto τχ. 36